συνασπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνασπισμός < (ελληνιστική κοινή) συνασπισμός < σύν + ἀσπίς, στρατιωτικός όρος που υποδήλωνε την όμορη παράταξη πολεμιστών κατά την οποία ο κάθε στρατιώτης προφύλασσε τον διπλανό του με την ασπίδα του
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.na.spiˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνασπισμός αρσενικό
- η συμμαχία κρατών σε πολιτικό ή/και στρατιωτικό επίπεδο
- η συμμαχία πολιτικών κομμάτων ή γενικότερα δυνάμεων που κατεβαίνουν με κοινό ψηφοδέλτιο στις εκλογές ή συνεργάζονται σε ένα κυβερνητικό σχήμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συνασπίζω