συμμαχία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμμαχία | οι | συμμαχίες |
γενική | της | συμμαχίας | των | συμμαχιών |
αιτιατική | τη | συμμαχία | τις | συμμαχίες |
κλητική | συμμαχία | συμμαχίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμμαχία < αρχαία ελληνική συμμαχία < σύμμαχος < σύν + μάχομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *maHgʰ- (μάχομαι)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμμαχία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) (πολιτική) συμφωνία κρατών ή συνασπισμών που προβλέπει τη μεταξύ τους συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση εχθρικής απειλής
- συμφωνία ομάδων ή ατόμων που προβλέπει τη μεταξύ τους συνεργασία και την από κοινού αντιμετώπιση κάποιου αντιπάλου