συνεργασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεργασία → λείπει η ετυμολογία [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνεργασία θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεργάζομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συνεργάζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεργασία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνεργασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνεργασίᾱ | αἱ | συνεργασίαι | ||||
γενική | τῆς | συνεργασίᾱς | τῶν | συνεργασιῶν | ||||
δοτική | τῇ | συνεργασίᾳ | ταῖς | συνεργασίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | συνεργασίᾱν | τὰς | συνεργασίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | συνεργασίᾱ | συνεργασίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνεργασίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συνεργασίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- συνεργασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.