συνεργασία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνεργασία → λείπει η ετυμολογία [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνεργασία θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεργάζομαι
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη συνεργάζομαι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «συνεργασία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «συνεργασία» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.