συνεργάζομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνεργάζομαι < αρχαία ελληνική συνεργάζομαι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.nɛɾ.ˈɣa.zɔ.mɛ/
ΡήμαΕπεξεργασία
συνεργάζομαι
- εργάζομαι μαζί με κάποιον
- αναπτύσσω σχέση αμοιβαίας βοήθειας και υποστήριξης με άτομο ή σε οργανωμένο σύνολο, που έχει τους ίδιους ή όμοιους σκοπούς με εμένα
- τα κράτη πρέπει να συνεργαστούν για την αντιμετώπιση της βίας
- συμμετέχω σε ένα συλλογικό έργο, συνήθως πνευματικό ή καλλιτεχνικό, εκτελώντας ένα μέρος από τις εργασίες
- προσφέρω υπηρεσίες στον εχθρό
- στην Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνεργάζομαι