Δείτε επίσης: συνεργάσιμος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεργατικός η συνεργατική το συνεργατικό
      γενική του συνεργατικού της συνεργατικής του συνεργατικού
    αιτιατική τον συνεργατικό τη συνεργατική το συνεργατικό
     κλητική συνεργατικέ συνεργατική συνεργατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεργατικοί οι συνεργατικές τα συνεργατικά
      γενική των συνεργατικών των συνεργατικών των συνεργατικών
    αιτιατική τους συνεργατικούς τις συνεργατικές τα συνεργατικά
     κλητική συνεργατικοί συνεργατικές συνεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεργατικός < συνεργάτης + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coopératif[1] [2])

  Επίθετο

επεξεργασία

συνεργατικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με συνεργάτη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τη συνεργασία, αναφέρεται σ’ αυτή ή πραγματώνεται μέσω συνεργασίας
  3. (ουσιαστικοποιημένο) συνεργατική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνεργατικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. συνεργατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας