↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έργο τα έργα
      γενική του έργου των έργων
    αιτιατική το έργο τα έργα
     κλητική έργο έργα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έργο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔργον & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική oeuvre, ouvrage, travail[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈeɾ.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρ‐γο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έργο ουδέτερο

  1. αυτό που παράγει ένας άνθρωπος με την εργασία του, χειρωνακτική ή διανοητική, επιστημονική ή καλλιτεχνική
    ⮡  Άφησε σπουδαίο έργο στο χώρο της αστροφυσικής.
    ⮡  Ο ζωγράφος θα εκθέσει τα έργα του στη γκαλερί...
  2. κινηματογραφική ταινία
  3. εργασία που συνήθως γίνεται σε πολλά ενδιάμεσα στάδια και έχει κάποιο συγκεκριμένο τέλος και σκοπό
    ⮡  μεγαλεπήβολο έργο
    ⮡  Το έργο αυτό θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της περιοχής.
  4. (φυσική) η ενέργεια που μεταφέρεται από το ένα σώμα ή πεδίο σε ένα άλλο μέσω της άσκησης δύναμης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε τα συγγενικά και σύνθετά τους:

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία