περίεργος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περίεργος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίεργος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική περίεργος (ερευνητικός)[1] < περί + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈɾi.eɾ.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐ερ‐γος
- τονικό παρώνυμο: περιέργως
Επίθετο
επεξεργασία
περίεργος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από περιέργεια, από έντονο ενδιαφέρον να μάθει λεπτομέρειες σχετικές με οποιοδήποτε θέμα, συχνά και για υποθέσεις που δεν τον αφορούν
- που μας κινεί την περιέργεια λόγω της ιδιαιτερότητάς του ή μας προκαλεί ανησυχία ή καχυποψία
- ⮡ Είναι περίεργος άνθρωπος, λίγο δύστροπος, αλλά με καλές προθέσεις.
- ⮡ Το ενδιαφέρον του για τις συναλλαγές της εταιρείας μας είναι κάπως περίεργο, για να μην πω ύποπτο.
- ≈ συνώνυμα: παράξενος, ιδιόμορφος, δυσεξήγητος, ακατανόητος, ασυνήθιστος
- ≠ αντώνυμα: φυσικός, συνηθισμένος, κανονικός
- που έχει παράδοξη συμπεριφορά (συνήθως αρνητική σημασία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- είμαι περίεργος να δω: για να εκφραστεί απορία ή δυσπιστία
- Είμαι περίεργος να δω πώς θα τα καταφέρεις να την πείσεις.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περίεργος
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ περίεργος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας