↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδιαιτερότητα οι ιδιαιτερότητες
      γενική της ιδιαιτερότητας των ιδιαιτεροτήτων
    αιτιατική την ιδιαιτερότητα τις ιδιαιτερότητες
     κλητική ιδιαιτερότητα ιδιαιτερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιαιτερότητα < ιδιαίτερ(ος) + -ότητα (< -ότης)[1], μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική particularité [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ði̯e.teˈɾo.ti.ta/ (σε γρήγορο λόγο: i.ðʝe.teˈɾo.ti.ta)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δι‐αι‐τε‐ρό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιδιαιτερότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ιδιαίτερου, το να είναι κάποιος ή κάτι ξεχωριστός, να διαφέρει από το σύνολο
    ⮡  Η ιδιαιτερότητα της κατάστασης απαιτεί πολύ προσεκτικούς χειρισμούς.
  2. κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που κάνει ένα πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση να ξεχωρίζει από τα όμοιά του
    ⮡  Η ιδιαιτερότητα αυτού του υπολογιστή συνίσταται στο ότι έχει ενσωματωμένη την κεντρική μονάδα στην οθόνη του.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ιδιαιτερότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. «ιδιαίτερος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.