ξεχωριστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχωριστός < ξεχωρίζω
Επίθετο
επεξεργασίαξεχωριστός
- αυτός που ξεχωρίζει, συνήθως με τη θετική έννοια, ο διαλεχτός, ο διακεκριμένος
- ο ιδιαίτερος, αυτός που έχει κάτι σημαντικό και διαφέρει από τους άλλους σε κάτι καλό
- ο Κωστάκης είναι ξεχωριστό παιδί
- ο πολύ καλός
- η Μαρία είναι ξεχωριστή μαθήτρια
- ο χωριστός από τους άλλους (π.χ. ξεχωριστό κεφάλαιο, ξεχωριστή σελίδα) αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται συνήθως το "χωριστός, χωριστή, χωριστό"
- αυτό το θέμα θα μελετηθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο