ξεχωριστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχωριστά < ξεχωριστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.xo.ɾiˈsta/
Επίρρημα
επεξεργασίαξεχωριστά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεχωριστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξεχωριστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξεχωριστό