Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεχωρίζω < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξεχώρισα < (ελληνιστική κοινή) ἐκχωρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεχωρίζω

  1. χωρίζω κατά κατηγορίες ομάδες αντικειμένων ή ανθρώπων
    • Ξεχώρισε αν μπορείς τα πουκάμισα απ' το βουνό με τα στεγνωμένα, γιατί θέλω να τα σιδερώσω πρώτα
  2. είμαι διαφορετικός, συνήθως καλύτερος σε κάτι, και με διακρίνουν εύκολα μέσα σε ένα πλήθος, διακρίνομαι σε ένα τομέα, αποσπώμαι από την οικονομική και κοινωνική τάξη στην οποία γεννήθηκα
    • Είναι ψηλός και ξεχωρίζει αμέσως ακόμα και στην παρέλαση
    • Αυτό το παιδί από μικρό ξεχώριζε στη γραμματική και στη γλώσσα
    • Μόνον αυτός ξεχώρισε και μεγαλοπιάστηκε
    • Κι' όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβιναμιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα (Κώστας Κρυστάλλης, Πεζά)
  3. διακρίνω ή ακούω με δυσκολία κάτι, δύσκολα εντοπίζω διαφορές
    • Ίσα που ξεχώριζε η κάπνα απ' το φουγάρο του πλοίου που ανοιγόταν
    • Αντε να ξεχωρίσεις τώρα τα δίδυμα
    • ... γυρίζω απάνου — κάτου και δε βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα, και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος μου τ' αρπάζει (το σφουγγάρι, στα "Λόγια της Πλώρης", Ανδρέας Καρκαβίτσας)
    • Και όμως δε φαίνεται να είναι η ηδονή διάνοια ούτε αίσθησις ― διότι αυτό είναι παράλογον ― αλλά μόνον επειδή δεν ξεχωρίζουν, φαίνονται εις μερικούς ότι είναι το ίδιον πράγμα (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
  4. μεροληπτώ, ευνοώ
    • Γιατί ξεχωρίζεις τα παιδιά σου και κάνεις συνέχεια τα χατήρια της κόρης σου;
    • Ο Θεός δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους
    • Αγαπώ όλες τις τάξες του έθνους μου και κάποτε δεν τις ξεχωρίζω, τα παλέματα των ατόμων, καθώς και των ομάδων, της κοινωνίας μου, δεν τα πολυλογαριάζω· παντού και πάντα υπάρχουν (στο "Νουμά", Ίων Δραγούμης)


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία