ξεχωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεχωρίζω < μεσαιωνική ελληνική από τον αόριστο ἐξεχώρισα < (ελληνιστική κοινή) ἐκχωρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαξεχωρίζω
- χωρίζω κατά κατηγορίες ομάδες αντικειμένων ή ανθρώπων
- Ξεχώρισε αν μπορείς τα πουκάμισα απ' το βουνό με τα στεγνωμένα, γιατί θέλω να τα σιδερώσω πρώτα
- είμαι διαφορετικός, συνήθως καλύτερος σε κάτι, και με διακρίνουν εύκολα μέσα σε ένα πλήθος, διακρίνομαι σε ένα τομέα, αποσπώμαι από την οικονομική και κοινωνική τάξη στην οποία γεννήθηκα
- Είναι ψηλός και ξεχωρίζει αμέσως ακόμα και στην παρέλαση
- Αυτό το παιδί από μικρό ξεχώριζε στη γραμματική και στη γλώσσα
- Μόνον αυτός ξεχώρισε και μεγαλοπιάστηκε
- Κι' όλες η γυναίκες της Ηπείρου φοράν μαύρα. Τ' Αργυρόκαστρου μοναχά και του Δελβιναμιού η γυναίκες, παντού ξεχωρίζουν για την ασπράδα της φορεσιάς και την ασπράδα της ώμορφης όψης των αντάμα (Κώστας Κρυστάλλης, Πεζά)
- διακρίνω ή ακούω με δυσκολία κάτι, δύσκολα εντοπίζω διαφορές
- Ίσα που ξεχώριζε η κάπνα απ' το φουγάρο του πλοίου που ανοιγόταν
- Αντε να ξεχωρίσεις τώρα τα δίδυμα
- ... γυρίζω απάνου — κάτου και δε βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα, και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος μου τ' αρπάζει (το σφουγγάρι, στα "Λόγια της Πλώρης", Ανδρέας Καρκαβίτσας)
- Και όμως δε φαίνεται να είναι η ηδονή διάνοια ούτε αίσθησις ― διότι αυτό είναι παράλογον ― αλλά μόνον επειδή δεν ξεχωρίζουν, φαίνονται εις μερικούς ότι είναι το ίδιον πράγμα (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια)
- μεροληπτώ, ευνοώ
- Γιατί ξεχωρίζεις τα παιδιά σου και κάνεις συνέχεια τα χατήρια της κόρης σου;
- Ο Θεός δεν ξεχωρίζει τους ανθρώπους
- Αγαπώ όλες τις τάξες του έθνους μου και κάποτε δεν τις ξεχωρίζω, τα παλέματα των ατόμων, καθώς και των ομάδων, της κοινωνίας μου, δεν τα πολυλογαριάζω· παντού και πάντα υπάρχουν (στο "Νουμά", Ίων Δραγούμης)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεχωρίζω | ξεχώριζα | θα ξεχωρίζω | να ξεχωρίζω | ξεχωρίζοντας | |
β' ενικ. | ξεχωρίζεις | ξεχώριζες | θα ξεχωρίζεις | να ξεχωρίζεις | ξεχώριζε | |
γ' ενικ. | ξεχωρίζει | ξεχώριζε | θα ξεχωρίζει | να ξεχωρίζει | ||
α' πληθ. | ξεχωρίζουμε | ξεχωρίζαμε | θα ξεχωρίζουμε | να ξεχωρίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεχωρίζετε | ξεχωρίζατε | θα ξεχωρίζετε | να ξεχωρίζετε | ξεχωρίζετε | |
γ' πληθ. | ξεχωρίζουν(ε) | ξεχώριζαν ξεχωρίζαν(ε) |
θα ξεχωρίζουν(ε) | να ξεχωρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεχώρισα | θα ξεχωρίσω | να ξεχωρίσω | ξεχωρίσει | ||
β' ενικ. | ξεχώρισες | θα ξεχωρίσεις | να ξεχωρίσεις | ξεχώρισε | ||
γ' ενικ. | ξεχώρισε | θα ξεχωρίσει | να ξεχωρίσει | |||
α' πληθ. | ξεχωρίσαμε | θα ξεχωρίσουμε | να ξεχωρίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεχωρίσατε | θα ξεχωρίσετε | να ξεχωρίσετε | ξεχωρίστε | ||
γ' πληθ. | ξεχώρισαν ξεχωρίσαν(ε) |
θα ξεχωρίσουν(ε) | να ξεχωρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεχωρίσει | είχα ξεχωρίσει | θα έχω ξεχωρίσει | να έχω ξεχωρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεχωρίσει | είχες ξεχωρίσει | θα έχεις ξεχωρίσει | να έχεις ξεχωρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεχωρίσει | είχε ξεχωρίσει | θα έχει ξεχωρίσει | να έχει ξεχωρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεχωρίσει | είχαμε ξεχωρίσει | θα έχουμε ξεχωρίσει | να έχουμε ξεχωρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεχωρίσει | είχατε ξεχωρίσει | θα έχετε ξεχωρίσει | να έχετε ξεχωρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεχωρίσει | είχαν ξεχωρίσει | θα έχουν ξεχωρίσει | να έχουν ξεχωρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακρίνω διαφορές
πριμοδοτώ
|