Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέχωρος η ξέχωρη το ξέχωρο
      γενική του ξέχωρου της ξέχωρης του ξέχωρου
    αιτιατική τον ξέχωρο την ξέχωρη το ξέχωρο
     κλητική ξέχωρε ξέχωρη ξέχωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέχωροι οι ξέχωρες τα ξέχωρα
      γενική των ξέχωρων των ξέχωρων των ξέχωρων
    αιτιατική τους ξέχωρους τις ξέχωρες τα ξέχωρα
     κλητική ξέχωροι ξέχωρες ξέχωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξέχωρος μεσαιωνική ελληνική < ξεχωρίζω

  Επίθετο επεξεργασία

ξέχωρος

  1. που ξεχωρίζει, είναι χώρια, σε μια ειδική θέση ή πάντως μακριά από άλλα ομοειδή, απομονωμένος
  2. που είναι πολύ καλύτερος, ξεχωριστός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία