↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απομονωμένος η απομονωμένη το απομονωμένο
      γενική του απομονωμένου της απομονωμένης του απομονωμένου
    αιτιατική τον απομονωμένο την απομονωμένη το απομονωμένο
     κλητική απομονωμένε απομονωμένη απομονωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απομονωμένοι οι απομονωμένες τα απομονωμένα
      γενική των απομονωμένων των απομονωμένων των απομονωμένων
    αιτιατική τους απομονωμένους τις απομονωμένες τα απομονωμένα
     κλητική απομονωμένοι απομονωμένες απομονωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απομονωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απομονώνω

απομονωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία