απομονώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απομονώνω < μεταφορά στην ενεργητική φωνή του ελληνιστικού ἀπομονέομαι, -οῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίααπομονώνω, παθητικό απομονώνομαι, παθητική μετοχή απομονωμένος
- (γενικά) ενεργώ ώστε κάτι να είναι μόνο του, να βρίσκεται μακριά από τα όμοιά του ή τον περίγυρό του, να μην επικοινωνεί με αυτό
- (για πρόσωπα) αποκλείω κάποιον από κοινωνικές συναναστροφές
- (για χημικές ουσίες) επιτυγχάνω να διαχωρίσω μια χημική ουσία από άλλες με τις οποίες είναι ενωμένη ή αναμεμειγμένη
- (για τμήματα λόγου) προβάλλω μία φράση ή τμήμα κειμένου χωρίς τα συμφραζόμενά του κατά τρόπο ώστε να διαστρέφω το νόημά του
- (για δίκτυα) αποκόπτω ένα τμήμα του δικτύου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απομονώνω | απομόνωνα | θα απομονώνω | να απομονώνω | απομονώνοντας | |
β' ενικ. | απομονώνεις | απομόνωνες | θα απομονώνεις | να απομονώνεις | απομόνωνε | |
γ' ενικ. | απομονώνει | απομόνωνε | θα απομονώνει | να απομονώνει | ||
α' πληθ. | απομονώνουμε | απομονώναμε | θα απομονώνουμε | να απομονώνουμε | ||
β' πληθ. | απομονώνετε | απομονώνατε | θα απομονώνετε | να απομονώνετε | απομονώνετε | |
γ' πληθ. | απομονώνουν(ε) | απομόνωναν απομονώναν(ε) |
θα απομονώνουν(ε) | να απομονώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απομόνωσα | θα απομονώσω | να απομονώσω | απομονώσει | ||
β' ενικ. | απομόνωσες | θα απομονώσεις | να απομονώσεις | απομόνωσε | ||
γ' ενικ. | απομόνωσε | θα απομονώσει | να απομονώσει | |||
α' πληθ. | απομονώσαμε | θα απομονώσουμε | να απομονώσουμε | |||
β' πληθ. | απομονώσατε | θα απομονώσετε | να απομονώσετε | απομονώστε | ||
γ' πληθ. | απομόνωσαν απομονώσαν(ε) |
θα απομονώσουν(ε) | να απομονώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απομονώσει | είχα απομονώσει | θα έχω απομονώσει | να έχω απομονώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απομονώσει | είχες απομονώσει | θα έχεις απομονώσει | να έχεις απομονώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απομονώσει | είχε απομονώσει | θα έχει απομονώσει | να έχει απομονώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απομονώσει | είχαμε απομονώσει | θα έχουμε απομονώσει | να έχουμε απομονώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απομονώσει | είχατε απομονώσει | θα έχετε απομονώσει | να έχετε απομονώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απομονώσει | είχαν απομονώσει | θα έχουν απομονώσει | να έχουν απομονώσει |
|