Ετυμολογία

επεξεργασία
απομονώνω < μεταφορά στην ενεργητική φωνή του ελληνιστικού ἀπομονέομαι, -οῦμαι

απομονώνω, παθητικό απομονώνομαι, παθητική μετοχή απομονωμένος

  • (γενικά) ενεργώ ώστε κάτι να είναι μόνο του, να βρίσκεται μακριά από τα όμοιά του ή τον περίγυρό του, να μην επικοινωνεί με αυτό
  1. (για πρόσωπα) αποκλείω κάποιον από κοινωνικές συναναστροφές
  2. (για χημικές ουσίες) επιτυγχάνω να διαχωρίσω μια χημική ουσία από άλλες με τις οποίες είναι ενωμένη ή αναμεμειγμένη
  3. (για τμήματα λόγου) προβάλλω μία φράση ή τμήμα κειμένου χωρίς τα συμφραζόμενά του κατά τρόπο ώστε να διαστρέφω το νόημά του
  4. (για δίκτυα) αποκόπτω ένα τμήμα του δικτύου


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία