Δείτε επίσης: ἀποκλείω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αποκλείω, αόρ.: απέκλεισα, παθ.φωνή: αποκλείομαι, π.αόρ.: αποκλείστηκα, μτχ.π.π.: αποκλεισμένος

  1. εμποδίζω την είσοδο σε κάποιο μέρος ή την έξοδο απ’ αυτό
  2. εμποδίζω κάποιον να λάβει μέρος σε κάτι
  3. εμποδίζω, απαγορεύω
  4. (τριτοπόσωπο)  δείτε τη λέξη αποκλείεται

Μεταφράσεις

επεξεργασία