Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκλεισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποκλεισμέν
ος
η
αποκλεισμέν
η
το
αποκλεισμέν
ο
γενική
του
αποκλεισμέν
ου
της
αποκλεισμέν
ης
του
αποκλεισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποκλεισμέν
ο
την
αποκλεισμέν
η
το
αποκλεισμέν
ο
κλητική
αποκλεισμέν
ε
αποκλεισμέν
η
αποκλεισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποκλεισμέν
οι
οι
αποκλεισμέν
ες
τα
αποκλεισμέν
α
γενική
των
αποκλεισμέν
ων
των
αποκλεισμέν
ων
των
αποκλεισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποκλεισμέν
ους
τις
αποκλεισμέν
ες
τα
αποκλεισμέν
α
κλητική
αποκλεισμέν
οι
αποκλεισμέν
ες
αποκλεισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.po.kliˈzme.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐πο‐κλει‐σμέ‐νος
Μετοχή
Επεξεργασία
αποκλεισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποκλείω
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αποκλεισμένος
αγγλικά
:
stranded
(en)
,
marooned
(en)