Ετυμολογία

επεξεργασία
block < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /blɒk/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /blɑk/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
block blocks

block (en)

  1. το (μεγάλο) κομμάτι από συμπαγές υλικό που έχει σχήμα τετράγωνο ή ορθογώνιο και συνήθως έχει επίπεδες πλευρές
    ⮡  a block of marble/stone/wood/ice - ένα κομμάτι μάρμαρο/πέτρα/ξύλο/πάγος
  2. (αμερικανική σημασία) το (οικοδομικό) τετράγωνο, το μήκος μιας πλευράς ενός κομματιού γης ή μιας ομάδας κτιρίων, από το σημείο όπου ο ένας δρόμος τον διασχίζει στον επόμενο
    ⮡  The store is just two blocks from our house.
    Το μαγαζί είναι μόλις δύο τετράγωνα απ' το σπίτι μας.
  3. το (οικοδομικό) τετράγωνο, τμήμα συνοικίας που περικλείεται από τέσσερις και σπάνια από τρεις δρόμους
    ⮡  The fire threatened entire blocks.
    Η φωτιά απείλησε ολόκληρα τετράγωνα.
  4. (προγραμματισμός) η ενότητα, που αναφέρεται τόσο σε τμήματα δεδομένων όσο και σε αυτοτελή κομμάτια κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
    ⮡  JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}.
    Οι εντολές της JavaScript μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ενότητα κώδικα, μέσα σε αγκύλες {...}.
    Για ομάδα εντολών σε μία ενότητα δείτε: σύνθετη εντολή [1]
     συνώνυμα: compound-statement
ενεστώτας block
γ΄ ενικό ενεστώτα blocks
αόριστος blocked
παθητική μετοχή blocked
ενεργητική μετοχή blocking

block (en) (μεταβατικό)

  1. μπλοκάρω, εμποδίζω, αποκλείω, κλείνω, σταματώ κάτι από το να κινηθεί ή να ρέει μέσα από έναν σωλήνα, έναν διάδρομο, έναν δρόμο κτλ. βάζοντας κάτι μέσα
    ⮡  A landslide blocked the road to Corinth.
    Μια κατολίσθηση μπλοκάρισε το δρόμο της Κορίνθου.
    ⮡  The drains are blocked.
    Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
    ⮡  They’re blocking traffic.
    Εμποδίζουν την κυκλοφορία.
    ⮡  The road was blocked by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
    ⮡  Don’t block the corridor.
    Μην κλείνετε το διάδρομο.
     συνώνυμα:  block off, clog, close, cut off και plug
  2. μπλοκάρω, εμποδίζω, αποκλείω, σταματώ κάποιον από το να πάει κάπου ή να δει κάτι στέκοντας μπροστά του ή στο δρόμο του
    ⮡  The children had been blocking the way.
    Τα παιδιά είχαν μπλοκάρει το δρόμο.
    ⮡  The trees were blocking the view.
    Τα δέντρα εμπόδιζαν τη θέα.
    ⮡  The police blocked the road to check all the cars entering the city.
    Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
    ⮡  The police blocked the roads to the embassy.
    Η αστυνομία απόκλεισε τους δρόμους προς την πρεσβεία.
     συνώνυμα:  block off, blockade, close, close off και cut off
  3. κάνω μπλοκ στα social media
    ⮡  Why did you block me?
    Γιατί μου έκανες μπλοκ;

Παράγωγα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • Server Message Block (SMB)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 54, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019



  Ετυμολογία

επεξεργασία
block < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

block (fr)