block
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- block < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
block | blocks |
block (en)
- το (μεγάλο) κομμάτι από συμπαγές υλικό που έχει σχήμα τετράγωνο ή ορθογώνιο και συνήθως έχει επίπεδες πλευρές
- ⮡ a block of marble/stone/wood/ice - ένα κομμάτι μάρμαρο/πέτρα/ξύλο/πάγος
- (αμερικανική σημασία) το (οικοδομικό) τετράγωνο, το μήκος μιας πλευράς ενός κομματιού γης ή μιας ομάδας κτιρίων, από το σημείο όπου ο ένας δρόμος τον διασχίζει στον επόμενο
- ⮡ The store is just two blocks from our house.
- Το μαγαζί είναι μόλις δύο τετράγωνα απ' το σπίτι μας.
- ⮡ The store is just two blocks from our house.
- το (οικοδομικό) τετράγωνο, τμήμα συνοικίας που περικλείεται από τέσσερις και σπάνια από τρεις δρόμους
- ⮡ The fire threatened entire blocks.
- Η φωτιά απείλησε ολόκληρα τετράγωνα.
- ⮡ The fire threatened entire blocks.
- (προγραμματισμός) η ενότητα, που αναφέρεται τόσο σε τμήματα δεδομένων όσο και σε αυτοτελή κομμάτια κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
- ⮡ JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}.
- Οι εντολές της JavaScript μπορούν να ομαδοποιηθούν σε ενότητα κώδικα, μέσα σε αγκύλες {...}.
- Για ομάδα εντολών σε μία ενότητα δείτε: σύνθετη εντολή [1]
- ≈ συνώνυμα: compound-statement
- ⮡ JavaScript statements can be grouped together in code blocks, inside curly brackets {...}.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | block |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blocks |
αόριστος | blocked |
παθητική μετοχή | blocked |
ενεργητική μετοχή | blocking |
block (en) (μεταβατικό)
- μπλοκάρω, εμποδίζω, αποκλείω, κλείνω, σταματώ κάτι από το να κινηθεί ή να ρέει μέσα από έναν σωλήνα, έναν διάδρομο, έναν δρόμο κτλ. βάζοντας κάτι μέσα
- ⮡ A landslide blocked the road to Corinth.
- Μια κατολίσθηση μπλοκάρισε το δρόμο της Κορίνθου.
- ⮡ The drains are blocked.
- Έχει μπλοκάρει η αποχέτευση.
- ⮡ They’re blocking traffic.
- Εμποδίζουν την κυκλοφορία.
- ⮡ The road was blocked by the recent landslides.
- Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
- ⮡ Don’t block the corridor.
- Μην κλείνετε το διάδρομο.
- ≈ συνώνυμα: block off, clog, close, cut off και plug
- ⮡ A landslide blocked the road to Corinth.
- μπλοκάρω, εμποδίζω, αποκλείω, σταματώ κάποιον από το να πάει κάπου ή να δει κάτι στέκοντας μπροστά του ή στο δρόμο του
- ⮡ The children had been blocking the way.
- Τα παιδιά είχαν μπλοκάρει το δρόμο.
- ⮡ The trees were blocking the view.
- Τα δέντρα εμπόδιζαν τη θέα.
- ⮡ The police blocked the road to check all the cars entering the city.
- Η αστυνομία εμπόδισε τον δρόμο για να ελέγξει όλα τα αυτοκίνητα που εισέρχονται στην πόλη.
- ⮡ The police blocked the roads to the embassy.
- Η αστυνομία απόκλεισε τους δρόμους προς την πρεσβεία.
- ≈ συνώνυμα: block off, blockade, close, close off και cut off
- ⮡ The children had been blocking the way.
- κάνω μπλοκ στα social media
- ⮡ Why did you block me?
- Γιατί μου έκανες μπλοκ;
- ⮡ Why did you block me?
Σύνθετα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- Server Message Block (SMB)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «Εισαγωγή στις γλώσσες προγραμματισμού με τη γλώσσα C», σελ. 54, Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. πρόσβαση:27/09/2019
Πηγές
επεξεργασία- block (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- block (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- block < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαblock (fr)