Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /klɒɡ/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /klɑɡ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
clog clogs

clog (en)

ενεστώτας clog
γ΄ ενικό ενεστώτα clogs
αόριστος clogged
παθητική μετοχή clogged
ενεργητική μετοχή clogging

clog (en)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

clog (ga)