clog
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
clog | clogs |
clog (en)
- το ξυλοπάπουτσο, το τσόκαρο
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | clog |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clogs |
αόριστος | clogged |
παθητική μετοχή | clogged |
ενεργητική μετοχή | clogging |
clog (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως στην παθητική φωνή) βουλώνω, φράζω, μπλοκάρω
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαclog (ga)
- το ρολόι