Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξυλοπάπουτσο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξυλοπάπουτσ
ο
τα
ξυλοπάπουτσ
α
γενική
του
ξυλοπάπουτσ
ου
των
ξυλοπάπουτσ
ων
αιτιατική
το
ξυλοπάπουτσ
ο
τα
ξυλοπάπουτσ
α
κλητική
ξυλοπάπουτσ
ο
ξυλοπάπουτσ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
παραδοσιακά
ξυλοπάπουτσα
από το Βιετνάμ
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξυλοπάπουτσο
<
ξύλ(ο)
+
-ο-
+
παπούτσ(ι)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξυλοπάπουτσο
ουδέτερο
ξύλινο
παπούτσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξυλοπάπουτσο
γαλλικά
:
sabot
(fr)
ισπανικά
:
zueco
(es)
πολωνικά
:
drewniak
(pl)
,
sabot
(pl)