sabot
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sabot | sabots |
sabot (fr) αρσενικό
- το ξυλοπάπουτσο, το σαμπό, το τσόκαρο
- η οπλή
Εκφράσεις
επεξεργασία- avoir les deux pieds dans le même sabot
- baignoire sabot - μικρή μπανιέρα όπου πλένεται κανείς καθιστός
- dormir comme un sabot - (παρωχημένο) κοιμάμαι βαθιά
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsabot (pl) αρσενικό