Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sabot sabots

sabot (fr) αρσενικό

  1. το ξυλοπάπουτσο, το σαμπό, το τσόκαρο
  2. η οπλή

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sabot (pl) αρσενικό

  1. ξυλοπάπουτσο, σαμπό

Συγγενικά

επεξεργασία