Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανιέρα οι μπανιέρες
      γενική της μπανιέρας
    αιτιατική την μπανιέρα τις μπανιέρες
     κλητική μπανιέρα μπανιέρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπανιέρα < μπάνιο + -ιέρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
μια 'μπανιέρα

μπανιέρα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία