μπανιαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπανιαρίζω < ιταλική bagnare + -ίζω < bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)
Ρήμα
επεξεργασίαμπανιαρίζω (παθητική φωνή: μπανιαρίζομαι)
- (μεταβατικό) κάνω σε κάποιον μπάνιο, τον πλένω στη μπανιέρα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- μπανιάρισμα
- → δείτε τη λέξη μπάνιο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπανιαρίζω | μπανιάριζα | θα μπανιαρίζω | να μπανιαρίζω | μπανιαρίζοντας | |
β' ενικ. | μπανιαρίζεις | μπανιάριζες | θα μπανιαρίζεις | να μπανιαρίζεις | μπανιάριζε | |
γ' ενικ. | μπανιαρίζει | μπανιάριζε | θα μπανιαρίζει | να μπανιαρίζει | ||
α' πληθ. | μπανιαρίζουμε | μπανιαρίζαμε | θα μπανιαρίζουμε | να μπανιαρίζουμε | ||
β' πληθ. | μπανιαρίζετε | μπανιαρίζατε | θα μπανιαρίζετε | να μπανιαρίζετε | μπανιαρίζετε | |
γ' πληθ. | μπανιαρίζουν(ε) | μπανιάριζαν μπανιαρίζαν(ε) |
θα μπανιαρίζουν(ε) | να μπανιαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπανιάρισα | θα μπανιαρίσω | να μπανιαρίσω | μπανιαρίσει | ||
β' ενικ. | μπανιάρισες | θα μπανιαρίσεις | να μπανιαρίσεις | μπανιάρισε | ||
γ' ενικ. | μπανιάρισε | θα μπανιαρίσει | να μπανιαρίσει | |||
α' πληθ. | μπανιαρίσαμε | θα μπανιαρίσουμε | να μπανιαρίσουμε | |||
β' πληθ. | μπανιαρίσατε | θα μπανιαρίσετε | να μπανιαρίσετε | μπανιαρίστε | ||
γ' πληθ. | μπανιάρισαν μπανιαρίσαν(ε) |
θα μπανιαρίσουν(ε) | να μπανιαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπανιαρίσει | είχα μπανιαρίσει | θα έχω μπανιαρίσει | να έχω μπανιαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπανιαρίσει | είχες μπανιαρίσει | θα έχεις μπανιαρίσει | να έχεις μπανιαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπανιαρίσει | είχε μπανιαρίσει | θα έχει μπανιαρίσει | να έχει μπανιαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπανιαρίσει | είχαμε μπανιαρίσει | θα έχουμε μπανιαρίσει | να έχουμε μπανιαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπανιαρίσει | είχατε μπανιαρίσει | θα έχετε μπανιαρίσει | να έχετε μπανιαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπανιαρίσει | είχαν μπανιαρίσει | θα έχουν μπανιαρίσει | να έχουν μπανιαρίσει |
|