μπανιάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπανιάρισμα < μπανιαρίζω + -μα < ιταλική bagnare < bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπανιάρισμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μπανιαρίζω και μπάνιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπανιάρισμα
|