• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

μπανιάρισμα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπανιάρισμα τα μπανιαρίσματα
      γενική του μπανιαρίσματος των μπανιαρισμάτων
    αιτιατική το μπανιάρισμα τα μπανιαρίσματα
     κλητική μπανιάρισμα μπανιαρίσματα
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μπανιάρισμα < μπανιαρίζω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μπανιάρισμα ουδέτερο

  • το πλύσιμο κάποιου στη μπανιέρα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μπανιαρίζω
  • μπανιέρα
  • μπανιερό
  • μπάνιο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μπανιάρισμα


Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπανιάρισμα&oldid=4839243"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:15

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 2020, στις 12:15.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie