Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπανιάρισμα
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπανιάρισμα
τα
μπανιαρίσμα
τ
α
γενική
του
μπανιαρίσμα
τ
ος
των
μπανιαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
μπανιάρισμα
τα
μπανιαρίσμα
τ
α
κλητική
μπανιάρισμα
μπανιαρίσμα
τ
α
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μπανιάρισμα
<
μπανιαρίζω
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
μπανιάρισμα
ουδέτερο
το
πλύσιμο
κάποιου στη
μπανιέρα
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
μπανιαρίζω
μπανιέρα
μπανιερό
μπάνιο
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μπανιάρισμα