Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλύσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πλύσιμ
ο
τα
πλυσίμ
ατ
α
γενική
του
πλυσίμ
ατ
ος
των
πλυσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
πλύσιμ
ο
τα
πλυσίμ
ατ
α
κλητική
πλύσιμ
ο
πλυσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλύσιμο
<
ελληνιστική κοινή
πλῠ́σῐμον
<
αρχαία ελληνική
πλῡ́νω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλύσιμο
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
πλένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλύσιμο
αγγλικά
:
washing
(en)
,
cleaning
(en)
γαλλικά
:
lavage
(fr)