Ετυμολογία

επεξεργασία
πλένω < αρχαία ελληνική πλύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *plew- (πλένω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈple.no/

πλένω (παθητική φωνή: πλένομαι)

  1. με νερό και σαπούνι ή απορρυπαντικό καθαρίζω τα ρούχα, τα πιάτα (ή κάτι άλλο) από τις βρομιές
    Τελείωσε το φαΐ σου και μετά να πλύνεις τα πιάτα και να καθαρίσεις το τραπέζι. (Χρήστος Βακαλόπουλος, Οι πτυχιούχοι)
  2. με νερό και σαπούνι ή σαμπουάν καθαρίζω το σώμα μου

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία