mos
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mos < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mos (la) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mos | morēs |
γενική | moris | morum |
δοτική | morī | moribus |
αιτιατική | morem | morēs |
κλητική | mos | morēs |
αφαιρετική | more | moribus |
Πηγές επεξεργασία
- mos - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.