συνήθεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνήθεια < αρχαία ελληνική συνήθεια < συνήθης
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνήθεια θηλυκό
- συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και, συνήθως, όχι συνειδητά
- το κάπνισμα είναι κακιά συνήθεια
- παγιωμένος και μη υποχρεωτικός τρόπος συμπεριφοράς των μελών μεγαλύτερης ή μικρότερης ομάδας, έθιμο
- τοπική συνήθεια
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνήθεια