συνήθεια
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνήθεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθεια < συνήθης. Συγκρίνετε με το συνήθειο.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /siˈni.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νή‐θει‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνήθεια θηλυκό
- συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και, συνήθως, όχι συνειδητά
- ↪ το κάπνισμα είναι κακιά συνήθεια
- παγιωμένος και μη υποχρεωτικός τρόπος συμπεριφοράς των μελών μεγαλύτερης ή μικρότερης ομάδας, έθιμο
- ↪ τοπική συνήθεια
Επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη συνήθης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συνήθεια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνήθειᾰ | αἱ | συνήθειαι |
γενική | τῆς | συνηθείᾱς | τῶν | συνηθειῶν |
δοτική | τῇ | συνηθείᾳ | ταῖς | συνηθείαις |
αιτιατική | τὴν | συνήθειᾰν | τὰς | συνηθείᾱς |
κλητική ὦ! | συνήθειᾰ | συνήθειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνηθείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνηθείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συνήθεια θηλυκό
- γνωριμία, συναναστροφή, φιλική σχέση
- έξη, συνήθεια, έθιμο
- εξοικείωση
- (ρητορική) συνήθης χρήση μιας έκφρασης
- και γυναικείο όνομα: Συνήθεια
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «συνήθεια» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «συνήθεια» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.