πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνήθεια οι συνήθειες
      γενική της συνήθειας των συνηθειών
    αιτιατική τη συνήθεια τις συνήθειες
     κλητική συνήθεια συνήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνήθεια θηλυκό

  1. συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα και, συνήθως, όχι συνειδητά
      το κάπνισμα είναι κακιά συνήθεια
  2. παγιωμένος και μη υποχρεωτικός τρόπος συμπεριφοράς των μελών μεγαλύτερης ή μικρότερης ομάδας, έθιμο
      τοπική συνήθεια

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη συνήθης

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνήθει αἱ συνήθειαι
      γενική τῆς συνηθείᾱς τῶν συνηθειῶν
      δοτική τῇ συνηθεί ταῖς συνηθείαις
    αιτιατική τὴν συνήθειᾰν τὰς συνηθείᾱς
     κλητική ! συνήθει συνήθειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνηθεί
γεν-δοτ τοῖν  συνηθείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
συνήθεια < συνήθ(ης) + -εια < συν- + -ήθης (ἦθος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνήθεια θηλυκό

  1. γνωριμία, συναναστροφή, φιλική σχέση
  2. έξη, συνήθεια, έθιμο
  3. εξοικείωση
  4. (ρητορική) συνήθης χρήση μιας έκφρασης
  5. και γυναικείο όνομα: Συνήθεια

Συγγενικά

επεξεργασία