συναναστροφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναναστροφή < αρχαία ελληνική συναναστροφή
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναναστροφή θηλυκό
- η ύπαρξη σχέσης με άλλο ή άλλα άτομα και η συχνή συνεύρεση με αυτά
- (συνεκδοχικά) η συνεύρεση με φιλικά άτομα συνήθως για διασκέδαση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συναναστροφή