• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

συνεύρεση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεύρεση οι συνευρέσεις
      γενική της συνεύρεσης* των συνευρέσεων
    αιτιατική τη συνεύρεση τις συνευρέσεις
     κλητική συνεύρεση συνευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

συνεύρεση < → λείπει η ετυμολογία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

συνεύρεση θηλυκό

  • → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    συνεύρεση
  • γαλλικά : accouplement (fr), copulation (fr), relation (fr)sexuelle (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=συνεύρεση&oldid=5603395"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Οκτωβρίου 2022, στις 15:14
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Οκτωβρίου 2022, στις 15:14.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie