↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνεύρεση οι συνευρέσεις
      γενική της συνεύρεσης* των συνευρέσεων
    αιτιατική τη συνεύρεση τις συνευρέσεις
     κλητική συνεύρεση συνευρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνευρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεύρεση < μεσαιωνική ελληνική συνεύεσις[1] < ελληνιστική κοινή συνευρίσκω < αρχαία ελληνική εὑρίσκω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική copulation)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεύρεση θηλυκό

  1. (λόγιο) σαρκική σεξουαλική πράξη
     συνώνυμα: συνουσία, σεξ
  2. (λόγιο) εύρεση δύο ή περισσοτέρων στον ίδιο τόπο ή στο ίδιο (πολιτισμικό) γεγονός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνεύρεσεις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)