ενικός         πληθυντικός  
relation relations
 
Σχεσιακό μοντέλο: σχέση (relation) με στήλες (γνωρίσματα / attributes) και γραμμές (πλειάδες / tuples)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹɪˈleɪʃən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

relation (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) οι σχέσεις, ο τρόπος με τον οποίο δύο άτομα, ομάδες ή χώρες συμπεριφέρονται μεταξύ τους ή αντιμετωπίζουν το ένα το άλλο
    friendly/business/diplomatic relations - φιλικές/εμπορικές/διπλωματικές σχέσεις
    public relations - δημόσιες σχέσεις
    I am breaking off relations with someone.
    Διακόπτω τις σχέσεις με κάποιον.
    Our families have had relations for many years.
    Οι οικογένειές μας σχετίζονται εδώ και πολλά χρόνια.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σχέση, η συνάφεια, ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται δύο ή περισσότερα πράγματα
    the relation between cause and effect - η σχέση αιτίας και αποτελέσματος
    in relation to/with relation to - σε σχέση με/σχετικώς με
    It has a direct relation to the matter at hand.
    Έχει άμεση σχέση με την προκείμενη υπόθεση.
    Success does not have much relation to merit.
    Η επιτυχία δεν έχει πολλή συνάφεια με την αξία.
     συνώνυμα:  association, bearing, connection, correspondence, correlation, relationship και relevance
  3. ο/η συγγενής, ένα άτομο που ανήκει στην ίδια οικογένεια με κάποιον άλλο
    a blood relation - συγγενής αίματος
    a relation by marriage - συγγενής εξ αγχιστείας
     συνώνυμα: relative
  4. (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) η οντότητα, η σχέση στο σχεσιακό μοντέλο (relational model)
     συνώνυμα: entity
    υπώνυμο : table (σχεσιακές βάσεις δεδομένων), relation schema
    δείτε επίσης: relation (database) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  5. (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η σχέση, η συσχέτιση μεταξύ των γραμμών διαφορετικών πινάκων
     συνώνυμα: relationship

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
relation relations

relation (fr) θηλυκό