relation
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
relation | relations |
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
relation (en)
- η σχέση
- ≈ συνώνυμα: association, bearing, connection, relationship και relevance
- η γνωριμία
- (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) η οντότητα, η σχέση στο σχεσιακό μοντέλο (relational model)
- ≈ συνώνυμα: entity
- υπώνυμο : table (σχεσιακές βάσεις δεδομένων), relation schema
- δείτε επίσης: relation (database) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (βάσεις δεδομένων), (σχεσιακές βάσεις δεδομένων) η σχέση, η συσχέτιση μεταξύ των γραμμών διαφορετικών πινάκων
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- relation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
relation | relations |
relation (fr) θηλυκό