Δείτε επίσης: Table

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
table tables

table (en)

  1. (έπιπλο) το τραπέζι
  2. ο πίνακας αριθμών, ονομάτων, κλπ.
    table of contents - πίνακας περιεχομένων
    ακρωνύμιο: TOC
  3. (βάσεις δεδομένων) πίνακας, βασική οντότητα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
      The data in RDBMS is stored in database objects called tables. A table is a collection of related data entries and it consists of columns and rows.[1]
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: relation (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)

table (en)

  • θέτω ως ζήτημα διαπραγμάτευσης

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγλικά "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19

      ενικός         πληθυντικός  
table tables

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

table (fr) αρσενικό

  1. το τραπέζι
  2. ο πίνακας αριθμών, ονομάτων, κλπ.
      table des matières - πίνακας περιεχομένων