table
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
table | tables |
table (en)
- (έπιπλο) το τραπέζι
- ο πίνακας αριθμών, ονομάτων, κλπ.
- table of contents - πίνακας περιεχομένων
- ακρωνύμιο: TOC
- (βάσεις δεδομένων) πίνακας, βασική οντότητα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
Υπώνυμα
επεξεργασίαπληροφορική :
- child table, detail table
- file allocation table (FAT)
- forwarding table, MAC table
- master table, parent table, referenced table, primary table
- partition table
- routing table
- symbol table
λογική :
Ρήμα
επεξεργασίαtable (en)
- θέτω ως ζήτημα διαπραγμάτευσης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγγλικά "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
table | tables |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtable (fr) αρσενικό
- το τραπέζι
- ο πίνακας αριθμών, ονομάτων, κλπ.
- ⮡ table des matières - πίνακας περιεχομένων