Δείτε επίσης: Table

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈteɪ.bəl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
table tables

table (en)

  1. (έπιπλο) το τραπέζι
  2. ο πίνακας αριθμών, ονομάτων, κλπ.
    table of contents - πίνακας περιεχομένων
    ακρωνύμιο: TOC
  3. (βάσεις δεδομένων) πίνακας, βασική οντότητα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
    ※  The data in RDBMS is stored in database objects called tables. A table is a collection of related data entries and it consists of columns and rows.[1]
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: relation (στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών)

πληροφορική :

λογική :

table (en)

  • θέτω ως ζήτημα διαπραγμάτευσης

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγλικά "Introduction to SQL". Προσπέλαση 2020-03-19

      ενικός         πληθυντικός  
table tables

  Ετυμολογία

επεξεργασία
table < λατινική tabula (σανίδα)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tabl/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

table (fr) αρσενικό

  1. το τραπέζι
  2. ο πίνακας αριθμών, ονομάτων, κλπ.
    ⮡  table des matières - πίνακας περιεχομένων