• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

entity

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Πολυλεκτικοί όροι
      • 1.2.2 Δείτε επίσης

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
entity entities

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈen.tɪ.ti/ (ΗΠΑ)
  •  Audio (US)βοήθεια, αρχείο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

entity (en)

  1. η οντότητα
  2. το πρόσωπο
    a legal entity is any person or organization that can enter into a contract...
  3. η ύπαρξη
  4. (πληροφορική)
    1. οντότητα, αντικείμενο
    2. (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) οντότητα

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

  • entity integrity
  • entity-relationship diagram ή entity-relationship model

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • entity στην αγγλική Βικιπαίδεια  
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=entity&oldid=4850354"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:06

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, στις 21:06.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie