οντότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οντότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀντότης από την αιτιατική «τήν ὀντότητα» (πραγματικότητα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική entité, essence [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /onˈdo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ντό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοντότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του όντος
- η ύπαρξη αισθητή ή νοητή
- (οικονομία) η οικονομική μονάδα
- (πληροφορική)
- οποιοδήποτε κατασκευασμένο αντικείμενο, όπως αρχείο, κώδικας, δεδομένα, μεταβλητές, τύποι δεδομένων, κλπ.
- (επιστήμη υπολογιστών, βάσεις δεδομένων) βασική έννοια του σχεσιακού μοντέλου για την οργάνωση δεδομένων σε ομοειδείς πλειάδες (τις γραμμές) που αποτελούνται από συγκεκριμένα γνωρίσματα ή ιδιότητες (τις στήλες), υλοποίηση της οποίας είναι ο πίνακας (table) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οντότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 6.3. ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΩΝ, Εφαρμογές Λογισμικού - Βιβλίο Μαθητή, Γ' τάξης της Τεχνολογικής Κατεύθυνσης του Ενιαίου Λυκείου. Προσπέλαση 2020-01-31