στήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στήλη | οι | στήλες |
γενική | της | στήλης | των | στηλών |
αιτιατική | τη | στήλη | τις | στήλες |
κλητική | στήλη | στήλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στήλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στήλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pile ή colonne
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsti.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στή‐λη
- ομόηχο: στύλοι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστήλη θηλυκό
- η μαρμάρινη ή μεταλλική πλάκα με χαραγμένη επιγραφή, αναρτημένη σε εξωτερικό ή εσωτερικό χώρο
- οτιδήποτε μοιάζει με στήλη
- το καθένα από τα κάθετα διαιρεμένα τμήματα μιας σελίδας
- (κατ’ επέκταση) το τμήμα εφημερίδας με συγκεκριμένο θέμα καθώς και τα κείμενα που δημοσιεύονται εκεί
- (βάσεις δεδομένων) η στήλη ενός πίνακα στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων. Τα δεδομένα της στήλης είναι του ιδίου τύπου και λαμβάνουν τιμές από συγκεκριμένο πεδίο ορισμού[1]
- συνώνυμο στη θεωρία της επιστήμης των υπολογιστών: γνώρισμα ή ιδιότητα (attribute)
- Υπώνυμα: περιγραφικό γνώρισμα
Εκφράσεις
επεξεργασία- μένω (σαν) στήλη άλατος → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ηλεκτρική στήλη: μπαταρία
- Ηράκλειες Στήλες: το Γιβραλτάρ
- σπονδυλική στήλη
- στήλες του Ολυμπίου Διός: συνήθης, αλλά εσφαλμένη ονομασία των Στύλων του Ολυμπίου Διός
Μεταφράσεις
επεξεργασία στήλη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Παύλος Εφραιμίδης, Λέκτορας, Σχεσιακό Μοντέλο Δεδομένων, σελ. 7, από Πανεπιστήμιο Θράκης. Προσπέλαση 2020-02-04
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | στήλη | αἱ | στῆλαι |
γενική | τῆς | στήλης | τῶν | στηλῶν |
δοτική | τῇ | στήλῃ | ταῖς | στήλαις |
αιτιατική | τὴν | στήλην | τὰς | στήλᾱς |
κλητική ὦ! | στήλη | στῆλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στήλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στήλαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στήλη < *σταλ-να, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε και στο στέλλω + -λη
- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stl̥-neh₂ < *stel- (τοποθετώ, θέτω) (ή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sth₂-sleh₂ < *steh₂-: ἵστημι)
Πηγές
επεξεργασία- στήλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στήλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.