μεταπτωτική βαθμίδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταπτωτική βαθμίδα | οι | μεταπτωτικές βαθμίδες |
γενική | της | μεταπτωτικής βαθμίδας | των | μεταπτωτικών βαθμίδων |
αιτιατική | τη | μεταπτωτική βαθμίδα | τις | μεταπτωτικές βαθμίδες |
κλητική | μεταπτωτική βαθμίδα | μεταπτωτικές βαθμίδες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταπτωτική βαθμίδα < → δείτε τις λέξεις μεταπτωτικός και βαθμίδα
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
μεταπτωτική βαθμίδα θηλυκό
- (γλωσσολογία) κάθε μορφή της ρίζας που προκύπτει από μεταπτώσεις
- το ρήμα λείπω έχει μεταπτωτικές βαθμίδες λειπ-, λιπ-, λοιπ-
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
- απαθής βαθμίδα
- ετεροιωμένη βαθμίδα, καθ' ετεροίωσιν, καθ' ετεροίωση
- εκτεταμένη βαθμίδα
- εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα
- συνεσταλμένη βαθμίδα
- μηδενισμένη βαθμίδα
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μετάπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.