↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταπτωτική βαθμίδα οι μεταπτωτικές βαθμίδες
      γενική της μεταπτωτικής βαθμίδας των μεταπτωτικών βαθμίδων
    αιτιατική τη μεταπτωτική βαθμίδα τις μεταπτωτικές βαθμίδες
     κλητική μεταπτωτική βαθμίδα μεταπτωτικές βαθμίδες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταπτωτική βαθμίδα < → δείτε τις λέξεις μεταπτωτικός και βαθμίδα

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μεταπτωτική βαθμίδα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

αγγλικά:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «μετάπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)