ρίζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρίζα | οι | ρίζες |
γενική | της | ρίζας | των | ριζών |
αιτιατική | τη | ρίζα | τις | ρίζες |
κλητική | ρίζα | ρίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρίζα < αρχαία ελληνική ῥίζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρίζα θηλυκό
- το μέρος φυτού που είναι ριζωμένο στο χώμα
- μερικά λαχανικά, όπως το καρότο, είναι ρίζες και όχι καρποί
- (γλωσσολογία) το αρχικό και αμετάβλητο μέρος μιας λέξης από το οποίο μπορούν να παράγονται πολλά θέματα
- το αρχικό τμήμα γραφ-, που απ' αυτό παράγονται με ποικίλους μορφοφωνολογικούς κανόνες όλες οι λέξεις της ομάδας αυτής, λέγεται ρίζα
- η πηγή, η προέλευση, η αιτία
- τη ρίζα του προβλήματος την ξέρουμε όλοι
- αυτή η παράδοση έχει τις ρίζες της στον 12ο αιώνα
- σχέσεις, δεσμοί, αισθήματα που δένουν κάποιον σε έναν τόπο
- έβγαλε ρίζες στο εξωτερικό και δε λέει να γυρίσει εδώ παρά για λίγο
- το κατώτερο μέρος, η βάση
- το χωριό βρίσκεται στις ρίζες του βουνού
- (μαθηματικά) αριθμός ο οποίος μηδενίζει την τιμή μιας συνάρτησης
- μια συνάρτηση μπορεί να μην έχει καμία ρίζα
- (μαθηματικά) (ειδικότερα) αριθμός ο οποίος μηδενίζει την τιμή της συνάρτησης χ στη νιοστή (χν)
- (χημεία) ομάδα ατόμων που δεν υφίσταται μεταβολή στη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τμήμα φυτού
μαθηματικός όρος