παραθετικά
θετικός radical
συγκριτικός more radical
υπερθετικός most radical

radical (en)

  1. ριζικός, που γίνεται από τις ρίζες· που είναι πλήρης και ολοκληρωτικός
      A bold politician can make radical reforms.
    Ένας τολμηρός πολιτικός μπορεί να κάνει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
  2. ριζικός, που είναι νέος, διαφορετικός και πιθανόν να έχει μεγάλο αποτέλεσμα
      It’s a radical solution to the problem.
    Είναι μια ριζική λύση στο πρόβλημα.
  3. ριζοσπαστικός, που επιδιώκει ριζική και άμεση μεταβολή των καθιερωμένων και παγιωμένων κοινωνικών θεσμών
      a radical party - ριζοσπαστικό κόμμα
      a radical social program - ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα
      His radical views angered conservatives.
    Οι ριζοσπαστικές του απόψεις προκάλεσαν την οργή των συντηρητικών.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
radical radicals

radical (en)

  1. ο ριζοσπάστηςριζοσπάστρια, ο ριζοσπαστικόςριζοσπαστική
      the party of radicals - το κόμμα των ριζοσπαστών
  2. (χημεία) η ρίζα
  3. (γλωσσολογία) ριζικός χαρακτήρας (μέρος ενός χαρακτήρα σε γλώσσες όπως τα κινέζικα)