radical
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | radical |
συγκριτικός | more radical |
υπερθετικός | most radical |
radical (en)
- ριζικός, που γίνεται από τις ρίζες· που είναι πλήρης και ολοκληρωτικός
- ⮡ A bold politician can make radical reforms.
- Ένας τολμηρός πολιτικός μπορεί να κάνει ριζικές μεταρρυθμίσεις.
- ⮡ A bold politician can make radical reforms.
- ριζικός, που είναι νέος, διαφορετικός και πιθανόν να έχει μεγάλο αποτέλεσμα
- ⮡ It’s a radical solution to the problem.
- Είναι μια ριζική λύση στο πρόβλημα.
- ⮡ It’s a radical solution to the problem.
- ριζοσπαστικός, που επιδιώκει ριζική και άμεση μεταβολή των καθιερωμένων και παγιωμένων κοινωνικών θεσμών
- ⮡ a radical party - ριζοσπαστικό κόμμα
- ⮡ a radical social program - ριζοσπαστικό κοινωνικό πρόγραμμα
- ⮡ His radical views angered conservatives.
- Οι ριζοσπαστικές του απόψεις προκάλεσαν την οργή των συντηρητικών.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
radical | radicals |
radical (en)
- ο ριζοσπάστης/η ριζοσπάστρια, ο ριζοσπαστικός/η ριζοσπαστική
- ⮡ the party of radicals - το κόμμα των ριζοσπαστών
- (χημεία) η ρίζα
- (γλωσσολογία) ριζικός χαρακτήρας (μέρος ενός χαρακτήρα σε γλώσσες όπως τα κινέζικα)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
radical (fr)