↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ριζοσπάστης οι ριζοσπάστες
      γενική του ριζοσπάστη των ριζοσπαστών
    αιτιατική τον ριζοσπάστη τους ριζοσπάστες
     κλητική ριζοσπάστη ριζοσπάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ριζοσπάστης < ρίζα + σπάω + -της ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radical)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɾi.zoˈspa.stis/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ριζοσπάστης αρσενικό (θηλυκό: ριζοσπάστρια)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία