↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκρότηση οι συγκροτήσεις
      γενική της συγκρότησης* των συγκροτήσεων
    αιτιατική τη συγκρότηση τις συγκροτήσεις
     κλητική συγκρότηση συγκροτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκροτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρότηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συγκρότησις < αρχαία ελληνική συγκροτέω / συγκροτῶ < σύν + κροτέω / κροτῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκρότηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία