Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

complexion (en)

  1. μεσαιωνική θεωρία περί ποσόστωσης σύνθεσης της φυσιολογίας
    • μία συγκεκριμένη ατομική/προσωπική φυσιολογική ποσόστωση
  2. δερματικός τόνος, δερματική απόχρωση, δερμοτόνος, δερμόχρωση, δερματόχρωση
    • η απόχρωση του προσώπου

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
complexion complexions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

complexion (fr) θηλυκό

  1. σύσταση, το σύνολο των στοιχείων του ανθρώπινου σώματος και του χαρακτήρα
  2. (παρωχημένο) απόχρωση
  3. (παρωχημένο) χαρακτήρας, διάθεση

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη complexe