constitución
Ισπανικά (es) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
constitución | constituciones |
Ουσιαστικό επεξεργασία
constitución (es) θηλυκό
- (νομικός όρος) το σύνταγμα
- η σύσταση
- η σύνθεση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
constitución | constituciones |
constitución (es) θηλυκό