σύσταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύσταση | οι | συστάσεις |
γενική | της | σύστασης* | των | συστάσεων |
αιτιατική | τη | σύσταση | τις | συστάσεις |
κλητική | σύσταση | συστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σύσταση < καθαρεύουσα σύστασις < συν- + στάση (< στάσις)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σύσταση θηλυκό
- το υλικό ή οι ουσίες από τις οποίες αποτελείται κάτι
- (συνεκδοχικά) τα μέλη ή τα όργανα από τα οποία αποτελείται ένα σύνθετο σύνολο
- η οργάνωση ανθρώπων σε ένα σύνολο με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών
- αποφασίστηκε η σύσταση εταιρείας
- (στρατιωτικός όρος) η ανοργάνωτη κι άτακτη συσπείρωση στρατιωτών γύρω από ένα σημείο ή πρόσωπο με σκοπό την απόκρουση μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης
- (πληθυντικός) η γνωστοποίηση από κάποιον του ονόματος, του επαγγέλματος ή κάθε άλλης ιδιότητας ενός προσώπου που θεωρείται απαραίτητη στην πρώτη συνάντησή του με κάποιον τρίτο
- έγγραφο, που παρέχεται από τον εργοδότη συνήθως, το οποίο πιστοποιεί τις ικανότητες ενός ατόμου και την προηγούμενη επαγγελματική ή άλλου είδους εμπειρία του
- πήρε τις καλύτερες συστάσεις για τον μελλοντικό του ενοικιαστή
- προτροπή ή συμβουλή σε κάποιον, για να ενεργήσει σε κάτι ή να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά
- η άσκηση κριτικής που συνοδεύεται από υποδείξεις
- η σύσταση του καθηγητή τον έκανε να μελετήσει περισσότερο
- η διεύθυνση κατοικίας ή εργασίας κάποιου
- ήθελα να σου στείλω λουλούδια, αλλά δεν είχα τη σύστασή σου
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οι ουσίες από τις οποίες αποτελείται κάτι
τα μέλη από τα οποία αποτελείται ένα σύνθετο σύνολο
η οργάνωση ανθρώπων σε ένα σύνολο
η γνωστοποίηση από κάποιον
έγγραφο το οποίο πιστοποιεί τις ικανότητες
προτροπή ή συμβουλή σε κάποιον
η άσκηση κριτικής
η διεύθυνση κατοικίας ή εργασίας κάποιου
→ δείτε τη λέξη διεύθυνση |