ενικός         πληθυντικός  
introduction introductions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

introduction (en)

  1. η εισαγωγή
  2. (μετρήσιμο) η σύσταση, η παρουσίαση, όταν συστήνω ένα πρόσωπο σε κάποιο άλλο
      I had to do introductions with everyone present.
    Χρειάστηκε να κάνω τις συστάσεις όλων των παρόντων.
      During the introduction of the new director, the president referred extensively to his scientific work.
    Kατά την παρουσίαση του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο.

Συγγενικά

επεξεργασία