ενικός         πληθυντικός  
introduction introductions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

introduction (en)

  1. η εισαγωγή
  2. (μετρήσιμο) η σύσταση, η παρουσίαση, όταν συστήνω ένα πρόσωπο σε κάποιο άλλο
    I had to do introductions with everyone present.
    Χρειάστηκε να κάνω τις συστάσεις όλων των παρόντων.
    During the introduction of the new director, the president referred extensively to his scientific work.
    Kατά την παρουσίαση του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο.

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
introduction < λατινική introductio

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
introduction introductions

introduction (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία