εισαγωγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εισαγωγή | οι | εισαγωγές |
γενική | της | εισαγωγής | των | εισαγωγών |
αιτιατική | την | εισαγωγή | τις | εισαγωγές |
κλητική | εισαγωγή | εισαγωγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισαγωγή < αρχαία ελληνική εἰσαγωγή < εἰσάγω < εἰς + ἄγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εισαγωγή θηλυκό
- η τοποθέτηση κάποιου πράγματος μέσα σε κάτι άλλο
- η προσθήκη
- Στο Βικιλεξικό η εισαγωγή αρίθμησης γίνεται με το σύμβολο #
- (οικονομία): η είσοδος αγαθών από ξένη χώρα
- (ιατρική): η είσοδος ασθενούς σε κλειστή περίθαλψη
- η διδασκαλία των βασικών αρχών μιας επιστήμης καθώς και το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο
- η εισαγωγή στην κοινωνιολογία διδάσκεται στο πρώτο εξάμηνο της σχολής
- (για βιβλία) σύντομο κείμενο πριν το κύριο μέρος
- η ένταξη σε πανεπιστήμιο ή άλλο ανώτατο ίδρυμα