Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισαγωγή οι εισαγωγές
      γενική της εισαγωγής των εισαγωγών
    αιτιατική την εισαγωγή τις εισαγωγές
     κλητική εισαγωγή εισαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισαγωγή < αρχαία ελληνική εἰσαγωγή < εἰσάγω < εἰς + ἄγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.sa.ɣoˈʝi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εισαγωγή θηλυκό

  1. η τοποθέτηση κάποιου πράγματος μέσα σε κάτι άλλο
  2. η προσθήκη
    Στο Βικιλεξικό η εισαγωγή αρίθμησης γίνεται με το σύμβολο #
  3. (οικονομία): η είσοδος αγαθών από ξένη χώρα
  4. (ιατρική): η είσοδος ασθενούς σε κλειστή περίθαλψη
     αντώνυμα: εξαγωγή
  5. η διδασκαλία των βασικών αρχών μιας επιστήμης καθώς και το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο
    η εισαγωγή στην κοινωνιολογία διδάσκεται στο πρώτο εξάμηνο της σχολής
  6. (για βιβλία) σύντομο κείμενο πριν το κύριο μέρος
     αντώνυμα: επίλογος
  7. η ένταξη σε πανεπιστήμιο ή άλλο ανώτατο ίδρυμα


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία