επίλογος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίλογος | οι | επίλογοι |
γενική | του | επίλογου & επιλόγου |
των | επίλογων & επιλόγων |
αιτιατική | τον | επίλογο | τους | επίλογους & επιλόγους |
κλητική | επίλογε | επίλογοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίλογος < αρχαία ελληνική ἐπίλογος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi.lo.ɣos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίλογος αρσενικό
το τέλος ή αλλιώς η κατακλείδα π.χ. σε μια ιστορία ή σε μια γραπτή έκθεση