εισαγωγούλα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εισαγωγούλα | οι | εισαγωγούλες |
γενική | της | εισαγωγούλας | — | |
αιτιατική | την | εισαγωγούλα | τις | εισαγωγούλες |
κλητική | εισαγωγούλα | εισαγωγούλες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εισαγωγούλα < εισαγωγή + κατάληξη υποκοριστικού -ούλα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εισαγωγούλα θηλυκό
- (ειρωνικό) υποκοριστικό του εισαγωγή
- Άσε που θα μπορούσε να καθαρίσει με μια εισαγωγούλα σε δημόσιο νοσοκομείο και να απαλλαγεί άπαξ διά παντός από δαύτον, έτσι που τα έχει καταντήσει. (*)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εισαγωγούλα