πανεπιστήμιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πανεπιστήμιο < ελληνιστική πανεπιστήμιον < παν + επιστήμη ((μεταφραστικό δάνειο) (λατινικά) universitas)
- Λέξη που πλάσθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή το 1810 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 763)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πανεπιστήμιο ουδέτερο
- ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα· υποδιαιρείται σε σχολές όπου διδάσκονται διάφορες επιστήμες. Στην αναφορά σε τίτλο συγκεκριμένου ιδρύματος, αναγράφεται με κεφαλαίο
- έβγαλε πανεπιστήμιο
- (συνεκδοχικά) το κτίριο όπου στεγάζεται το πανεπιστήμιο
- περνάς μπροστά από το Πανεπιστήμιο
- φοίτησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
- φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, συγκεκριμένα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επεξεργασία
- πανεπιστημιακός
- πανεπιστημιούπολη
- πανεπιστήμων
- → δείτε τις λέξεις παν και επιστήμη
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πανεπιστήμιο