πανεπιστημιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανεπιστημιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπανεπιστημιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με ή αναφέρεται στο πανεπιστήμιο
- πανεπιστημιακές σπουδές, πανεπιστημιακό γυμναστήριο, πανεπιστημιακό άσυλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπανεπιστημιακός αρσενικό
- ο εργαζόμενος σε πανεπιστήμιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχετικός με πανεπιστήμιο