ίδρυμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίδρυμα | τα | ιδρύματα |
γενική | του | ιδρύματος | των | ιδρυμάτων |
αιτιατική | το | ίδρυμα | τα | ιδρύματα |
κλητική | ίδρυμα | ιδρύματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ίδρυμα < αρχαία ελληνική ἵδρυμα
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ίδρυμα ουδέτερο
- ο οργανισμός υπηρεσιών που συγκροτείται για κοινωφελείς σκοπούς
- (συνεκδοχικά) το κτήριο όπου στεγάζεται ο παραπάνω οργανισμός
- κάθε οργανισμός όπου δίνεται στέγη και τροφή σε άτομα που δεν μπορούν να αυτοεξυπητερηθούν (ψυχιατρείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο κ.λπ.)
Επεξεργασία
- ιδρυματικός
- ιδρυματισμός
- ιδρυματοποίηση
- ιδρυματοποιώ
- → δείτε τη λέξη ιδρύω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ίδρυμα