γηροκομείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γηροκομείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γηροκομεῖον[1] Συγχρονικά αναλύεται σε γηρο- + -κομείο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝi.ɾo.koˈmi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γη‐ρο‐κο‐μεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγηροκομείο ουδέτερο
- το ίδρυμα που φιλοξενεί σε μόνιμη βάση άτομα της τρίτης ηλικίας
- ※ Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομεῖα καὶ τὰ λεπροκομεῖα. (Εμμανουήλ Ροΐδης, Μονόλογος ευαισθήτου ανδρός)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γηροκομείο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γηροκομείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας